Ιωάννης Καστρινάκης
Η πολυγραφότατη μουσική κάλαμος, του διακεκριμένου εκ Καλύμνου μουσικού Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, Άρχοντος Μαΐστορος της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας σπεύδει και πάλι εν συντόμω χρόνω τριών μόλις μηνών (μετά την έκδοση του Δοξασταρίου του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου), να μας παραδώσει εις κοινόν των φιλομούσων όφελος, ένα ακόμα πολύτιμο έργο του με τίτλο: «Νέον Αργοσύντομον Αναστασιματάριον».
Αρχή αρχή στο προλογικό του σημείωμα ο συγγραφέας αναφέρεται στην ιδέα της συγγραφής του έργου και ταυτόχρονα, αναπτύσσει τεκμηριωμένα με αρκετά μουσικά παραδείγματα, την άποψη του για την ύπαρξη και την χρήση του ιδιαίτερου τρόπου της αργοσύντομης ψαλμώδησης του στιχηραρίου.
Τα μουσικά κείμενα του έργου κατά το περιεχόμενό τους, μέσα από τις 252 καλαίσθητες σελίδες, όπως άλλωστε δηλώνεται από τον κοινό τίτλο, αλλά και τον υπότιτλο «περιέχον τα ψαλλόμενα αναστάσιμα κ.λ.π εις τον Εσπερινό και τον Όρθρο των Κυριακών σε αργοσύντομο στιχηραρικό μέλος», διατηρούν την τάξη των πρώτων Αναστασιματαρίων με τη σειρά του τυπικού των ιερών αυτών ακολουθιών. Έτσι συναντάμε: Κεκραγάρια, στιχηρά, θεοτοκία, απόστιχα, για τον εσπερινό και Θεός Κύριος, απολυτίκια, καθίσματα, αναβαθμούς, κανόνες, Αίνους για τον όρθρο. Ενώ σε ένα ιδιαίτερο και αρκετά χρήσιμο για τους ψάλλοντες παράρτημα, παραθέτει ύμνους «περιέχον εκτός των ήχων ψαλλόμενα στον όρθρον των Κυριακών» όπως τα ευλογητάρια, τον Ν΄ψαλμό, τα πεντηκοστάρια της Μ. Τεσσαρακοστής, την τιμιωτέραν σε όλους τους ήχους, τα εξαποστειλάρια. Ακολουθούν τα εωθινά δοξαστικά που αποτέλεσαν τα ιδιαίτερα μελοποιημένα χειρόγραφά του, τα οποία έγραψε νεότερος σε μια δύσκολη περίοδο του βίου του, συγκεκριμένα όταν η μακαριστή του μητέρα βρισκόταν στον Ευαγγελισμό.
Λέγοντας κοινό τίτλο, εννοούμε ότι ο τίτλος πράγματι της βίβλου δεν είναι καινοφανής και πρωτότυπος, αλλά εμφανίζεται και σε πάμπολες άλλες εκδόσεις που εμπεριέχουν ομοειδή υμνολογήματα, ειλημμένα από το γνωστό λειτουργικό βιβλίο της Οκτωήχου, σε γράμματα του ιερού Δαμασκηνού αλλά και άλλων ορθοδόξων υμνογράφων.
Φυσικά είναι εύλογο να διερωτηθούμε, προς τι η έκδοση ενός ακόμα ομότιτλου και ομοειδούς βιβλίου;
Η απάντηση βρίσκεται στην μελοποιητική δεινότητα του συγγραφέως, όπου εδώ ως άλλος μουσουργέτης, μας παρουσιάζει μια νέα ψαλτική πρόταση ερμηνείας και απόδοσης, εγγύτερα προσαρμοσμένη στην σύγχρονη ψαλτική αισθητική.
Πιο συγκεκριμένα, η μελοποίηση του παρόντος έργου με την «κεκαλλωπισμένη συνοπτική επεξεργασία», ιδιαίτερα κοπιαστική δια πολλών πόνων και δαπανημάτων, γνωστός είναι άλλωστε ο στίχος του ειρμού «ύμνους υφαίνειν, συντόνως τεθηγμένους, εργώδες εστιν», αποτελεί ουσιαστικά την τυποποίηση του συντόμου δρόμου της ψαλμώδησης του στιχηραρίου, σε σχέση από τον ήδη διαδεδομένο τρόπο που ψάλλουμε σήμερα, τον αργοσύντομο, ο οποίος ερείδεται σύμφωνα με τους ερευνητές αλλά και τις τελευταίες μουσικολογικές ανακαλύψεις, από την βαθιά μελέτη των έργων των σοφών παλαιών διδασκάλων του 18ου αι. Δανιήλ Πρωτοψάλτη (+1789) και τον Λαμπαδάριο του Πέτρο τον Πελοποννήσιο (+1778). Ο συγγραφέας στο προλογικό του σημείωμα αναφέρει σχετικά τα εξής: «επιχειρώ, με βάση το Αναστασιματάριο του Πέτρου Πελοποννησίου, αλλά και την επεξεργασία του από τους Χουρμούζιο Χαρτοφύλακα, και τους Κωνσταντίνο και Ιωάννη τους πρωτοψάλτες, καθώς και τον Αντώνιο τον Λαμπαδάριο, τη συστηματική παρουσίαση της άποψής μου, η οποία ερείδεται κυρίως στην τρέχουσα προφορική ψαλτική παράδοση».
Μελετώντας τα μουσικά κείμενα των διδασκάλων αυτών, πράγματι παρατηρούνται συχνά πυκνά τέτοιες μελισματικές σύντομες φράσεις του στιχηραρίου (βλ. την ανάλυση που παρουσιάζεται στο προλογικό σημείωμα του μνημονευόμενου τόμου και βλ. επίσης τις κύριες πηγές: Αναστασιματάριον Πέτρου 1820 και Δανιήλ σε εξήγηση Τζουραμάνη 2020), ωστόσο εδώ, με ιδιαίτερη καλλιτεχνική και μελισματική μαεστρία, αυτές επεκτείνονται και ξεδιπλώνονται συστηματικά στο πόνημα του άρχοντος καθ’ όλη τη διάρκεια των εκκλησιατικών μελών, συνδυάζοντας με επιτυχία το αργοσύντομο μέλος, με το σύντομο στιχηραρικό είδος (ταχύ δρόμο) της μελοποιΐας, σε έναν μελίρρυτο συλλαβικό βηματισμό της μελωδίας. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας αυτής ήταν να δημιουργηθεί οιονεί, ένας ενδιάμεσος σύντομος μελικός δρόμος του στιχηραρίου, δίχως να επιφέρει αλλοτρίωση στον αρχικό μελικό του χαρακτήρα. Καλύπτει δηλαδή, όπως αναφέρει στον πρόλογο του βιβλίου ο ελλογιμώτατος καθηγητής Αντώνιος Αλυγιζάκης, «μια σύγχρονη ανάγκη ευληπτότερης λειτουργικής ψαλτικής πράξης, ανάμεσα στο αργοσύντομο και σύντομο μέλος του Αναστασιματαρίου».
Με το δύσκολο αυτό εγχείρημα, έχοντας ο εμβριθής μελοποιός μια απόλυτα έλλογη αντίληψη των μουσικών κειμένων της όλης μουσικής ύλης, αλλά και με την συνεχόμενη πολύχρονη ενασχόλησή του τόσο ως δάσκαλος, όσο και ως ερευνητής των εκδοτικών τύπων του Αναστασιματαρίου (βλ. πρόλογο στο Αναστασιματάριο εκδ. Πολυχρονάκη 2015, πρβλ. επίσης, Γεωργίου Χατζηθεοδώρου «Βιβλιογραφία της βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής» τ. Α΄ 1998 – τ. Β΄2018), επιτυγχάνει μια διαρκή αμεσότητα του ψάλλοντα ερμηνευτή με το κείμενο, ο οποίος πραγματικά δύναται να πορευθεί προσευχόμενος, σε γλυκύτατα μελωδήματα που ρέουν εύρυθμα και εναργέστερα, προσδίδοντας έτσι μια αναγκαία ανάσα ζωής στην σύντομη στιχηραρική ψαλτική παράδοση.
Η τελευταία αυτή έκδοση του Νέου Αργοσυντόμου Αναστασιματαρίου του Γεωργίου Χατζηθεοδώρου, αποτελεί ένα αξιόλογο και πολύτιμο έργο, που πρέπει να κοσμεί κάθε μουσική βιβλιοθήκη των διδασκάλων και των μαθητών τους στη ψαλτική τέχνη, αλλά και των αφανών εργατών του ιερού αναλογίου, ιεροψαλτών. Είναι απόλυτα σίγουρο ότι το ευπρόσιτο περιεχόμενό του εν ευθέτω χρόνω, θα διαδοθεί ευρέως και θα αποτελέσει μια νέα συνέχεια στην μακραίωνη ψαλτική παράδοση, βοηθώντας έτσι το έργο της προσευχής, κατευφραίνοντας και μυσταγωγώντας τους θεόφρονας, μιας και η ψαλμωδία σύμφωνα με τον Αββά Νείλο «τα πάθη κατευνάζει και την ακρασίαν του σώματος ηρεμείν απεργάζεται».
No comments:
Post a Comment